Μακρία — Μακρίᾱ , Μακρίη fem nom/voc/acc dual Μακρίᾱ , Μακρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακρίᾳ — Μακρίᾱͅ , Μακρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακριά — (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη») νεοελλ. 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα») 2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου… … Dictionary of Greek
μακριά — επίρρ. 1. τοπ., σε μεγάλη απόσταση: Το χωριό του είναι μακριά από την πρωτεύουσα. 2. χρον., σε μεγάλη χρονική απόσταση: Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μακριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακριά Μαλλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ. 30 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Άγιος Πάγκαλος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δεσφίνας … Dictionary of Greek
Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek